σταυροπροσκύνηση

σταυροπροσκύνηση
σταυροπροσκύνηση η
поклонение святому кресту;
ΦΡ.
Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως — Неделя Крестопоклонная – 3-е Воскресенье Великого Поста

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σταυροπροσκύνηση" в других словарях:

  • σταυροπροσκύνηση — η / σταυροπροσκύνησις, ήσεως, ΝΜ 1. η προσκύνηση τού τίμιου σταυρού 2. φρ. «Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως» η τρίτη Κυριακή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός …   Dictionary of Greek

  • σταυροπροσκύνηση — η 1. προσκύνηση του Tίμιου Σταυρού. 2. «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως», η τρίτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»